Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
ρήμα “lay”
απαρέμφατο lay; αυτός lays; αόριστος laid; μετοχή αορ. laid; μετοχή ενεστ. laying
- τοποθετώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She laid the baby in the crib.
- τοποθετώ (υλικά οικοδομής)
The workers are laying new tiles in the kitchen.
- γεννώ
The chicken laid an egg this morning.
- καταστρώνω
They laid plans to surprise their friend on his birthday.
- επιβάλλω
The government laid heavy taxes on imported cars.
- στοιχηματίζω
I'll lay you ten dollars he won't be here on time.
επίθετο “lay”
βασική μορφή lay, μη βαθμ.
- λαϊκός
Lay members of the congregation are invited to participate.
- μη ειδικός
The scientist tried to explain the concept in lay terms.
ουσιαστικό “lay”
ενικός lay, πληθυντικός lays ή μη μετρήσιμο
- διάταξη
Before starting the project, we need to understand the lay of the land.
- πήδημα
He was hoping for a lay on his holiday.
- γκόμενος/γκόμενα
She didn't want to be just a lay to him.