·

sighting (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
sight (ρήμα)

ουσιαστικό “sighting”

ενικός sighting, πληθυντικός sightings
  1. θέαση (κάτι σπάνιου ή δύσκολου να δει κανείς)
    There have been several sightings of the rare comet this week.
  2. στόχευση (ευθυγράμμιση ή ρύθμιση σκοπευτικών όπλου)
    Proper sighting of the artillery is essential for accurate targeting.