·

pastry (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “pastry”

ενικός pastry, πληθυντικός pastries ή μη μετρήσιμο
  1. γλυκό (όπως τάρτα ή κρουασάν)
    He bought a pastry from the bakery on his way to work.
  2. ζύμη
    She made the pastry from scratch for the apple pie.
  3. ζαχαροπλαστείο (τμήμα κουζίνας)
    She was assigned to work in pastry during her culinary internship.