ουσιαστικό “pastry”
ενικός pastry, πληθυντικός pastries ή μη μετρήσιμο
- γλυκό (όπως τάρτα ή κρουασάν)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He bought a pastry from the bakery on his way to work.
- ζύμη
She made the pastry from scratch for the apple pie.
- ζαχαροπλαστείο (τμήμα κουζίνας)
She was assigned to work in pastry during her culinary internship.