·

standalone, stand-alone (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “standalone”

βασική μορφή standalone, stand-alone, μη βαθμ.
  1. αυτόνομος
    The new solar-powered lamp is standalone, requiring no external power source to operate.

ουσιαστικό “standalone”

ενικός standalone, stand-alone, πληθυντικός standalones, stand-alones
  1. αυτόνομη συσκευή (συσκευή που λειτουργεί ανεξάρτητα)
    The new printer can be used as a standalone without connecting to a computer.