επίθετο “standalone”
βασική μορφή standalone, stand-alone, μη βαθμ.
- αυτόνομος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The new solar-powered lamp is standalone, requiring no external power source to operate.
ουσιαστικό “standalone”
ενικός standalone, stand-alone, πληθυντικός standalones, stand-alones
- αυτόνομη συσκευή (συσκευή που λειτουργεί ανεξάρτητα)
The new printer can be used as a standalone without connecting to a computer.