ουσιαστικό “cashier”
ενικός cashier, πληθυντικός cashiers
- ταμίας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The cashier scanned all my items and told me the total amount to pay.
- ταμίας (ένας ανώτερος υπάλληλος υπεύθυνος για τη διαχείριση των χρημάτων σε μια τράπεζα ή επιχείρηση)
In the past, the cashier of a bank held significant responsibility for its financial transactions.
ρήμα “cashier”
απαρέμφατο cashier; αυτός cashiers; αόριστος cashiered; μετοχή αορ. cashiered; μετοχή ενεστ. cashiering
- αποτάσσω (να απολύσω κάποιον, ειδικά από θέση στο στρατό)
The officer was cashiered after the investigation revealed his misconduct.