·

cashier (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “cashier”

ενικός cashier, πληθυντικός cashiers
  1. ταμίας
    The cashier scanned all my items and told me the total amount to pay.
  2. ταμίας (ένας ανώτερος υπάλληλος υπεύθυνος για τη διαχείριση των χρημάτων σε μια τράπεζα ή επιχείρηση)
    In the past, the cashier of a bank held significant responsibility for its financial transactions.

ρήμα “cashier”

απαρέμφατο cashier; αυτός cashiers; αόριστος cashiered; μετοχή αορ. cashiered; μετοχή ενεστ. cashiering
  1. αποτάσσω (να απολύσω κάποιον, ειδικά από θέση στο στρατό)
    The officer was cashiered after the investigation revealed his misconduct.