·

other (EN)
οριστικό, επίθετο, ουσιαστικό

οριστικό “other”

other
  1. άλλος
    Can you pass me the other plate, please?
  2. άλλοι (για αρσενικό πληθυντικό), άλλες (για θηλυκό πληθυντικό), άλλα (για ουδέτερο πληθυντικό)
    I bought a few bottles of beer, but I think we need to buy some other drinks for the party as well.
  3. άλλοι
    I ate one cookie, and my friend ate all the other cookies.

επίθετο “other”

βασική μορφή other, μη βαθμ.
  1. εναλλακτικός (σε σειρά)
    On every other day, I go for a morning run.
  2. ξένος (όχι οικείος ή γνωστός)
    The customs of the tribe were completely other to what the explorers had known.

ουσιαστικό “other”

other, μόνο ενικός αριθμός
  1. ο άλλος (από τους δύο)
    You take this cookie, and I'll have the other.