·

detailed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
detail (ρήμα)

επίθετο “detailed”

βασική μορφή detailed (more/most)
  1. λεπτομερής
    She provided a detailed account of her trip, including descriptions of every meal she had.