ρήμα “generate”
απαρέμφατο generate; αυτός generates; αόριστος generated; μετοχή αορ. generated; μετοχή ενεστ. generating
- παράγω (ενέργεια, ισχύ ή θερμότητα)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The wind turbines generate electricity for the city.
- παράγω (κάτι επιθυμητό, όπως κέρδος)
The company hopes this new product will generate more sales.
- παράγω (δεδομένα ή πληροφορίες) χρησιμοποιώντας έναν υπολογιστή
The software generates reports in just a few seconds.
- (στα μαθηματικά) να δημιουργηθεί ένα γεωμετρικό σχήμα μετακινώντας ένα σημείο, γραμμή ή επιφάνεια
Spinning a circle around an axis generates a sphere.