ρήμα “help”
απαρέμφατο help; αυτός helps; αόριστος helped; μετοχή αορ. helped; μετοχή ενεστ. helping
- να στηρίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He helped his grandfather cook breakfast.
- να σερβίρω
It is polite to help your guests to food before serving yourself.
- να βελτιώνω
The white paint on the walls helps make the room look brighter.
- να αποφεύγω (συνήθως σε αρνητικές προτάσεις με "δεν μπορώ")
We couldn’t help noticing that you were late.
ουσιαστικό “help”
ενικός help, πληθυντικός helps ή μη μετρήσιμο
- βοήθεια
I need some help with my homework.
- βοηθός
He was a great help to me when I was moving house.
- οδηγίες χρήσης (σε λογισμικό)
I can't find anything in the help about rotating an image.
- εκπαιδευτικό υλικό
I've printed out a list of math helps.
- οικιακό προσωπικό
The help is coming round this morning to clean.
επίφωνο “help”
- βοήθεια!
— Take that, you scoundrel.— Help! Robin, help!