·

option (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “option”

ενικός option, πληθυντικός options
  1. επιλογή
    The software provides several options for customizing the interface.
  2. δικαίωμα επιλογής
    She had the option to accept or refuse the offer.
  3. επιλογή (χρηματοοικονομικά, ένα συμβόλαιο που δίνει στον κάτοχο το δικαίωμα να αγοράσει ή να πουλήσει ένα περιουσιακό στοιχείο σε καθορισμένη τιμή)
    He invested in options to hedge his portfolio against market changes.

ρήμα “option”

απαρέμφατο option; αυτός options; αόριστος optioned; μετοχή αορ. optioned; μετοχή ενεστ. optioning
  1. εξασφαλίζω δικαιώματα χρήσης (για μελλοντική χρήση)
    The film studio optioned the novel for a potential movie adaptation.