ουσιαστικό “option”
ενικός option, πληθυντικός options
- επιλογή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The software provides several options for customizing the interface.
- δικαίωμα επιλογής
She had the option to accept or refuse the offer.
- επιλογή (χρηματοοικονομικά, ένα συμβόλαιο που δίνει στον κάτοχο το δικαίωμα να αγοράσει ή να πουλήσει ένα περιουσιακό στοιχείο σε καθορισμένη τιμή)
He invested in options to hedge his portfolio against market changes.
ρήμα “option”
απαρέμφατο option; αυτός options; αόριστος optioned; μετοχή αορ. optioned; μετοχή ενεστ. optioning
- εξασφαλίζω δικαιώματα χρήσης (για μελλοντική χρήση)
The film studio optioned the novel for a potential movie adaptation.