ουσιαστικό “wood”
ενικός wood, πληθυντικός woods ή μη μετρήσιμο
- ξύλο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The house was built entirely of wood.
- δάσος
We enjoyed hiking through the woods every weekend.
- ξυλεία
She prefers furniture made from oak wood.
- ξύλινο μπαστούνι (γκολφ)
He hit the ball perfectly with his 3-wood.
- στύση
He woke up with morning wood.