·

balloon (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “balloon”

ενικός balloon, πληθυντικός balloons
  1. μπαλόνι
    The children played with colorful balloons at the birthday party.
  2. αερόστατο
    They enjoyed a hot air balloon ride over the countryside.
  3. (ιατρική) ιατρική συσκευή που εισάγεται στο σώμα και φουσκώνεται για θεραπεία
    In angioplasty, a balloon is used to open blocked blood vessels.
  4. ένα συννεφάκι ομιλίας σε κόμικς ή κινούμενα σχέδια
    The character's words appeared inside a balloon in the comic strip.
  5. μπαλόνι (για ποτά)
    He sipped his cognac from a balloon by the fireplace.
  6. (χρηματοοικονομικά) μια μεγάλη τελική πληρωμή που οφείλεται στο τέλος της διάρκειας ενός δανείου
    They planned carefully to afford the balloon at the end of their mortgage.
  7. σφαίρα
    The building was crowned with a decorative balloon.
  8. σφαιρική φιάλη
    The chemist heated the solution in a balloon during the experiment.

ρήμα “balloon”

απαρέμφατο balloon; αυτός balloons; αόριστος ballooned; μετοχή αορ. ballooned; μετοχή ενεστ. ballooning
  1. διογκώνομαι
    Prices ballooned after the new tax was introduced.
  2. πετάω με αερόστατο
    They ballooned over the city during the festival.
  3. φουσκώνω
    The wind ballooned the curtains as the window was open.
  4. (αεροπορία) να ανυψώνεται ξαφνικά και μετά να κατέρχεται
    The small plane ballooned unexpectedly due to turbulence.
  5. (αθλητικά) χτυπάω ή κλοτσάω μια μπάλα ψηλά στον αέρα
    The striker ballooned the ball over the crossbar.