ρήμα “support”
απαρέμφατο support; αυτός supports; αόριστος supported; μετοχή αορ. supported; μετοχή ενεστ. supporting
- υποστηρίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She supports environmental causes.
- στηρίζω (οικονομικά)
He works two jobs to support his family.
- στηρίζω (φυσικά)
The beam supports the roof of the house.
- υποστηρίζω (με αποδείξεις)
The data supports our theory about climate change.
- υποστηρίζω (πελάτες)
The help desk supports users who have software issues.
- συνδράμω
She supports the project team by handling administrative tasks.
- υποστηρίζω (σε δευτερεύοντα ρόλο)
He supported the lead actor in the new film.
- υποστηρίζω (σε υπολογιστές)
This program supports a wide range of file formats.
ουσιαστικό “support”
ενικός support, πληθυντικός supports ή μη μετρήσιμο
- υποστήριξη
She received a lot of support from her friends after the accident.
- στήριγμα
The table's legs act as supports for the surface.
- υποστήριξη (με αποδείξεις)
The scientist's findings offer support for the new theory.
- υποστήριξη (τεχνική)
The company's support is available 24/7.
- ηθοποιός υποστήριξης
The lead actor was excellent, but the support was also strong.
- υποστήριξη (σε υπολογιστές)
The software has support for multiple languages.
- φορέας (στα μαθηματικά)
The function has support only on the interval [0,1].