·

dictionary (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “dictionary”

ενικός dictionary, πληθυντικός dictionaries
  1. λεξικό
    She bought a French-English dictionary to help her with her language studies.
  2. λεξικό (στην πληροφορική, δομή δεδομένων που αποθηκεύει πληροφορίες με τη μορφή κλειδιών και τιμών)
    In the program, we used a dictionary to store each student's ID as the key and their name as the value.