·

icon (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “icon”

ενικός icon, πληθυντικός icons ή μη μετρήσιμο
  1. εικονίδιο
    To open the program, simply double-click on the desktop icon.
  2. εικόνα (σε θρησκευτικό πλαίσιο)
    Many people in the church bowed in respect before the icon of the saint.
  3. εικόνα (στην ανατολική χριστιανική παράδοση)
    The church's walls were adorned with icons of the Virgin Mary and various saints, each meticulously painted on wooden panels.
  4. εικόνα (ως πρότυπο ή αντιπροσωπευτικό παράδειγμα)
    Beyoncé is an icon in the music industry, known for her incredible voice and groundbreaking performances.
  5. άβαταρ
    She changed her icon on the forum to a picture of her new puppy.