ουσιαστικό “cerulean”
ενικός cerulean, πληθυντικός ceruleans ή μη μετρήσιμο
- κερουλέ (χρώμα)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The artist chose a shade of cerulean to paint the tranquil sea on her canvas.
- κερουλέ (πεταλούδα του γένους Jamides)
During our hike, we spotted a cerulean flitting among the wildflowers.
επίθετο “cerulean”
βασική μορφή cerulean (more/most)
- κερουλέ (χρώμα του ουρανού σε καθαρή μέρα)
She wore a cerulean dress that matched the color of the clear summer sky.