·

cerulean (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “cerulean”

ενικός cerulean, πληθυντικός ceruleans ή μη μετρήσιμο
  1. κερουλέ (χρώμα)
    The artist chose a shade of cerulean to paint the tranquil sea on her canvas.
  2. κερουλέ (πεταλούδα του γένους Jamides)
    During our hike, we spotted a cerulean flitting among the wildflowers.

επίθετο “cerulean”

βασική μορφή cerulean (more/most)
  1. κερουλέ (χρώμα του ουρανού σε καθαρή μέρα)
    She wore a cerulean dress that matched the color of the clear summer sky.