ρήμα “manufacture”
απαρέμφατο manufacture; αυτός manufactures; αόριστος manufactured; μετοχή αορ. manufactured; μετοχή ενεστ. manufacturing
- κατασκευάζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The automotive plant manufactures thousands of cars each month for distribution worldwide.
- μεταποιώ
The factory on the edge of town manufactures grains into cereals that are sold across the country.
- επινοώ (με δόλο)
The tabloid was criticized for manufacturing sensational stories to attract readers.
ουσιαστικό “manufacture”
ενικός manufacture, πληθυντικός manufactures ή μη μετρήσιμο
- κατασκευή
The company moved overseas to reduce costs in the manufacture of its products.
- προϊόν (εργοστασιακό)
The shop offers high-quality manufactures at affordable prices.