·

property (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “property”

ενικός property, πληθυντικός properties ή μη μετρήσιμο
  1. ιδιοκτησία
    Please do not touch these tools; they are personal property.
  2. ακίνητο
    They bought a beautiful property overlooking the lake.
  3. ιδιότητα
    An important property of water is that it expands when frozen.
  4. (στην πληροφορική) μια ρύθμιση ή χαρακτηριστικό ενός προγράμματος ή αντικειμένου
    In the settings menu, you can adjust various properties of the application.
  5. η επιχείρηση αγοράς και πώλησης σπιτιών· κτηματομεσιτική βιομηχανία
    She works in property and helps people find their dream homes.
  6. αντικείμενο (στο θέατρο)
    The actors rehearsed using all the properties needed for the scene.