ουσιαστικό “property”
ενικός property, πληθυντικός properties ή μη μετρήσιμο
- ιδιοκτησία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Please do not touch these tools; they are personal property.
- ακίνητο
They bought a beautiful property overlooking the lake.
- ιδιότητα
An important property of water is that it expands when frozen.
- (στην πληροφορική) μια ρύθμιση ή χαρακτηριστικό ενός προγράμματος ή αντικειμένου
In the settings menu, you can adjust various properties of the application.
- η επιχείρηση αγοράς και πώλησης σπιτιών· κτηματομεσιτική βιομηχανία
She works in property and helps people find their dream homes.
- αντικείμενο (στο θέατρο)
The actors rehearsed using all the properties needed for the scene.