·

hang (EN)
ρήμα, ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “hang”

απαρέμφατο hang; αυτός hangs; αόριστος hung; μετοχή αορ. hung; μετοχή ενεστ. hanging
  1. κρεμάω
    She hung her coat on the hook by the door.
  2. κρέμομαι
    The picture hangs on the wall.
  3. αναρτώ
    They hung the painting in the gallery for everyone to see.
  4. τοποθετώ (ταπετσαρία)
    We need to hang the new wallpaper in the living room this weekend.
  5. μπλοκάρω (μια απόφαση)
    One stubborn person can hang the entire jury.
  6. κολλάω (για υπολογιστή)
    My laptop hung while I was working, and I couldn't move the mouse or type anything.
  7. αφήνω ακάλυπτο (πιόνι)
    Be careful with that move, or you'll hang your queen.
  8. είναι ακάλυπτο (πιόνι)
    If you move your knight, your bishop will hang.

ρήμα “hang”

απαρέμφατο hang; αυτός hangs; αόριστος hanged; μετοχή αορ. hanged; μετοχή ενεστ. hanging
  1. απαγχονίζω
    The criminal was hanged at dawn for his crimes.

ουσιαστικό “hang”

ενικός hang, πληθυντικός hangs ή μη μετρήσιμο
  1. ο τρόπος που φαίνεται κάτι όταν κρέμεται
    The curtains have a beautiful hang that makes the room look elegant.
  2. κατανόηση (μιας κατάστασης)
    After a few tries, she finally got the hang of using the new software.