ουσιαστικό “contract”
 ενικός contract, πληθυντικός contracts
- συμβόλαιοΕγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης. 
 She signed a contract with the publisher for her new book. 
- συμβόλαιο (δολοφονίας)The mafia boss ordered a contract on the informant. 
- (στο μπριτζ) ο αριθμός των λεβέ που ένας παίκτης δεσμεύεται να κερδίσει στο παιχνίδιTheir team made a four hearts contract in the finals. 
ρήμα “contract”
 απαρέμφατο contract; αυτός contracts; αόριστος contracted; μετοχή αορ. contracted; μετοχή ενεστ. contracting
- να γίνει μικρότερο ή κοντύτεροThe metal contracts as it cools down. 
- να κάνω κάτι μικρότερο ή συντομότεροYou have to contract your abdominal muscles to perform the exercise correctly. 
- προσβάλλομαιHe contracted chickenpox from his sister. 
- συμφωνώThe company contracted to build the new bridge within a year. 
- προσλαμβάνω (με συμβόλαιο)The IT department contracted several developers in India. 
- συντομεύω (μια λέξη ή φράση) παραλείποντας γράμματαIn informal speech, "do not" is often contracted to "don't".