ουσιαστικό “plan”
ενικός plan, πληθυντικός plans ή μη μετρήσιμο
- σχέδιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Their plan was to save money each month to buy a new car by the end of the year.
- πλάνο
Before construction began, the architect shared the plan of the new library with the city council.
- συμφωνία (για πληρωμένη υπηρεσία)
She decided to upgrade her gym plan to include access to all classes.
ρήμα “plan”
απαρέμφατο plan; αυτός plans; αόριστος planned; μετοχή αορ. planned; μετοχή ενεστ. planning
- σχεδιάζω
She planned her wedding meticulously, choosing every detail from the flowers to the music.
- κάνω σχέδια
Plan for the worst, hope for the best.
- προτίθεμαι
She plans to start her own business next year.
- σχεδιάζω (για κτίριο ή μηχανή)
She planned a beautiful garden layout for her new home.