·

esoteric (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “esoteric”

βασική μορφή esoteric (more/most)
  1. εσωτερικός
    The professor's lecture on quantum mechanics was filled with esoteric concepts that went over the heads of most students in the class.

ουσιαστικό “esoteric”

ενικός esoteric, πληθυντικός esoterics ή μη μετρήσιμο
  1. εσωτερικό έργο (για να διακρίνουμε από το επίθετο)
    She spent years studying the esoterics of Kabbalah, fascinated by its ancient mystical insights.
  2. εσωτεριστής
    The esoterics gathered at the old library every full moon to discuss the hidden meanings behind alchemical texts.