ουσιαστικό “boat”
ενικός boat, πληθυντικός boats
- βάρκα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I like to practice rowing on my boat.
- πλοίο (ως μέσο μεταφοράς)
We travelled by boat to the nearby islands.