·

supposing (EN)
σύνδεσμος

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
suppose (ρήμα)

σύνδεσμος “supposing”

supposing
  1. αν· χρησιμοποιείται για να εισαγάγει μια υποθετική κατάσταση
    Supposing you won the lottery, what would you do with the money?