ουσιαστικό “steak”
ενικός steak, πληθυντικός steaks ή μη μετρήσιμο
- μπριζόλα (μοσχαρίσιο)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
For dinner, we're having grilled steaks with a side of mashed potatoes.
- παχύ κομμάτι (από οποιοδήποτε ζώο ή λαχανικό)
For dinner, we're having grilled chicken steaks with a side of mashed potatoes.