ουσιαστικό “gravel”
ενικός gravel, πληθυντικός gravels ή μη μετρήσιμο
- χαλίκι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They spread gravel over the muddy road to make it easier to drive on.
- γκραβλ (ποδηλασία σε χωματόδρομους)
He enjoys gravel because it combines the speed of road cycling with the adventure of off-road trails.