·

listen (EN)
ρήμα

ρήμα “listen”

απαρέμφατο listen; αυτός listens; αόριστος listened; μετοχή αορ. listened; μετοχή ενεστ. listening
  1. ακούω
    She listened intently to the birds chirping outside her window.
  2. άκου (χρησιμοποιείται στην αρχή μιας πρότασης για να κάνει κάποιον να προσέξει αυτό που πρόκειται να πεις)
    Listen, if you want to pass the exam, you need to start studying now.