ρήμα “listen”
απαρέμφατο listen; αυτός listens; αόριστος listened; μετοχή αορ. listened; μετοχή ενεστ. listening
- ακούω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She listened intently to the birds chirping outside her window.
- άκου (χρησιμοποιείται στην αρχή μιας πρότασης για να κάνει κάποιον να προσέξει αυτό που πρόκειται να πεις)
Listen, if you want to pass the exam, you need to start studying now.