ουσιαστικό “corporation”
ενικός corporation, πληθυντικός corporations
- εταιρεία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The technology corporation invested heavily in research and development.
- δημοτικό συμβούλιο (ως διοικητικό όργανο)
The town's corporation decided to renovate the old library.