·

captivating (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
captivate (ρήμα)

επίθετο “captivating”

βασική μορφή captivating (more/most)
  1. συναρπαστικός
    Her captivating smile drew everyone's attention as soon as she entered the room.