ρήμα “captivate”
απαρέμφατο captivate; αυτός captivates; αόριστος captivated; μετοχή αορ. captivated; μετοχή ενεστ. captivating
- μαγεύω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The singers's performance captivated the audience.