επίθετο “anomalous”
βασική μορφή anomalous (more/most)
- ασυνήθις
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The teacher found the student's sudden drop in grades anomalous, given his consistent academic excellence.
- δυσερμήνευτος (δύσκολο στην κατηγοριοποίηση ή κατανόηση)
The glowing rock, found deep in the cave, was an anomalous discovery that puzzled all the scientists.