επίθετο “various”
βασική μορφή various, μη βαθμ.
- διάφοροι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He has lived in various countries around the world.
- ποικίλοι (με πολλές διαφορετικές πτυχές ή ιδιότητες)
She has various hobbies, including painting, hiking, and cooking.