·

various (EN)
επίθετο

επίθετο “various”

βασική μορφή various, μη βαθμ.
  1. διάφοροι
    He has lived in various countries around the world.
  2. ποικίλοι (με πολλές διαφορετικές πτυχές ή ιδιότητες)
    She has various hobbies, including painting, hiking, and cooking.