·

co-op (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “co-op”

ενικός co-op, πληθυντικός co-ops
  1. συνεταιριστική κατοικία (ένα διαμέρισμα σε κτίριο που ανήκει σε συνεταιριστική ένωση κατοικιών)
    He bought a co-op in Manhattan overlooking Central Park.
  2. συνεταιρισμός (μια οργάνωση που ανήκει και διοικείται από τα μέλη της, τα οποία μοιράζονται τα κέρδη ή τα οφέλη)
    The farmers formed a co-op to sell their produce directly to consumers.
  3. συνεταιρισμός (ένα κατάστημα που ανήκει και λειτουργεί από μια συνεταιριστική οργάνωση)
    I always buy my groceries at the local co-op.
  4. συνεργατικό (βιντεοπαιχνίδια, μια λειτουργία παιχνιδιού όπου οι παίκτες συνεργάζονται)
    Let's play the co-op together and defeat the enemies as a team.