επίθετο “rear-view”
βασική μορφή rear-view, rearview, μη βαθμ.
- οπισθοσκοπικός (παρέχοντας θέα πίσω)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The vehicle is equipped with a rear-view camera to help when reversing.