·

unsecured loan (EN)
φράση

φράση “unsecured loan”

  1. δάνειο χωρίς εξασφαλίσεις (δάνειο που δίνεται χωρίς να απαιτείται εγγύηση· δάνειο που δεν υποστηρίζεται από κανένα περιουσιακό στοιχείο)
    She applied for an unsecured loan to cover her medical bills.