·

creditworthiness (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “creditworthiness”

ενικός creditworthiness, μη μετρήσιμο
  1. πιστοληπτική ικανότητα (οικονομικά, ο βαθμός στον οποίο ένας δανειολήπτης θεωρείται πιθανό να αποπληρώσει ένα δάνειο)
    The bank evaluated the company's creditworthiness before approving the loan.