·

projecting (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
project (ρήμα)

επίθετο “projecting”

βασική μορφή projecting (more/most)
  1. προεξέχων
    The table had a projecting corner that I always bumped my knee against.