·

sailing (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
sail (ρήμα)

επίθετο “sailing”

βασική μορφή sailing, μη βαθμ.
  1. ιστιοπλοϊκός
    We're planning a sailing vacation around the Greek islands this summer.

ουσιαστικό “sailing”

ενικός sailing, πληθυντικός sailings ή μη μετρήσιμο
  1. ιστιοπλοΐα
    She took up sailing as a hobby and now spends every weekend on the water.
  2. αναχώρηση (πλοίου)
    The sailing was delayed due to bad weather, so we had to wait at the port for several hours.