επίθετο “deep”
deep, συγκρ. deeper, υπερθ. deepest
- βαθύς
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The hole they dug in the backyard was so deep, you couldn't see the bottom. The forest was so deep that it took hours to reach the other side.
- επεκτείνεται μέχρι το δοθέν βάθος
After the heavy snowfall, the streets were knee-deep in snow.
- διατεταγμένα σε συγκεκριμένο αριθμό σειρών ή στρωμάτων
The audience stood five deep, straining to catch a glimpse of the celebrity.
- βαθύς (μεγάλου όγκου)
She took a deep breath and did what was necessary.
- βαθυστόχαστος
The philosopher's writings are too deep for me to understand fully.
- κορεσμένο (χρώμα)
The deep red of the sunset bathed the landscape in a warm glow.
- βαθύς (ήσυχος για ύπνο)
After the long hike, she fell into a deep, restorative slumber.
- χαμηλός (για ήχο)
His deep baritone voice echoed through the hall.
- βαθύτερος (στην ανατομία, χρησιμοποιούμε την συγκριτική μορφή για να περιγράψουμε κάτι που βρίσκεται πιο μέσα στο σώμα)
The transversus abdominis muscle is located deep to the rectus abdominis.
- απομακρυσμένος (στον αθλητικό χώρο)
The batsman hit the ball towards the deep fine leg.
- μακρινός (στον αθλητισμό)
The striker made a deep run into the opposition's half.
- αμυντικός (στον αθλητισμό)
The goalkeeper positioned himself deep in the box to anticipate the corner kick.
επίρρημα “deep”
- βαθιά
The treasure was buried deep within the forest.
- βαθιά
The book made me think deep about the meaning of life.
- βαθιά (με μεγάλο όγκο)
After the race, he had to stop and breathe deep to recover.
- αμυντικά
The coach told the player to hang back and play deep to defend the lead.
ουσιαστικό “deep”
ενικός deep, πληθυντικός deeps ή μη μετρήσιμο
- βάθος
The submarine descended into the deep to observe the marine life.
- θέση στο κρίκετ (boundary)
The captain placed a fielder in the deep to catch the high balls.