·

parliament (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “parliament”

ενικός parliament, πληθυντικός parliaments ή μη μετρήσιμο
  1. κοινοβούλιο
    The parliament met today to discuss new laws about education and healthcare.
  2. κοινοβουλευτική περίοδος
    The new laws were introduced in the first year of this parliament.
  3. σύναξη (πουλιών όπως οι κουρούνες ή οι κουκουβάγιες)
    In the quiet forest, a parliament of owls gathered on the old oak tree, their eyes glowing in the moonlight.