ουσιαστικό “leverage”
ενικός leverage, πληθυντικός leverages ή μη μετρήσιμο
- επιρροή ή δύναμη που χρησιμοποιείται για την επίτευξη ενός επιθυμητού αποτελέσματος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The union members used their collective strength as leverage during negotiations.
- μοχλός
Using a longer wrench gives you more leverage to loosen the bolt.
- μόχλευση (χρηματοοικονομικά, η χρήση δανεισμένων κεφαλαίων για την αύξηση του επενδυτικού δυναμικού)
High leverage can lead to higher profits but also increases risk.
- (χρηματοοικονομικά) ο λόγος του χρέους μιας εταιρείας προς το μετοχικό της κεφάλαιο
The company's high leverage made investors cautious.
ρήμα “leverage”
απαρέμφατο leverage; αυτός leverages; αόριστος leveraged; μετοχή αορ. leveraged; μετοχή ενεστ. leveraging
- να χρησιμοποιείς κάτι προς μέγιστο όφελος
The company leveraged its research to develop new products.
- μοχλεύω (χρηματοοικονομικά, να χρησιμοποιώ δανεισμένα κεφάλαια για να αυξήσω το επενδυτικό δυναμικό)
The investor decided to leverage his portfolio to increase profits.