·

sooner (EN)
επίρρημα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
soon (επίρρημα)

επίρρημα “sooner”

sooner
  1. νωρίτερα
    She returned sooner than we thought.
  2. μάλλον (προτίμηση)
    I'd sooner leave than watch this movie.