·

willing (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
will (ρήμα)

επίθετο “willing”

βασική μορφή willing (more/most)
  1. πρόθυμος
    Even though it was raining heavily, she was willing to walk the dog because she knew how much it needed exercise.