·

will (EN)
βοηθητικό ρήμα, ουσιαστικό, ρήμα

βοηθητικό ρήμα “will”

will, 'll
  1. δηλώνει τον μέλλοντα χρόνο
    I will finish my homework before dinner.
  2. θέλω
    Do what you will.

ουσιαστικό “will”

ενικός will, πληθυντικός wills ή μη μετρήσιμο
  1. θέληση
    Despite the obstacles, he had the will to continue his studies.
  2. πρόθεση
    The new policy reflects the will of the majority.
  3. διαθήκη
    My grandmother left me her house in her will.

ρήμα “will”

απαρέμφατο will; αυτός wills; αόριστος willed; μετοχή αορ. willed; μετοχή ενεστ. willing
  1. κληροδοτώ
    My father willed his vintage car to me.