βοηθητικό ρήμα “will”
- δηλώνει τον μέλλοντα χρόνο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I will finish my homework before dinner.
- θέλω
ουσιαστικό “will”
ενικός will, πληθυντικός wills ή μη μετρήσιμο
- θέληση
Despite the obstacles, he had the will to continue his studies.
- πρόθεση
The new policy reflects the will of the majority.
- διαθήκη
My grandmother left me her house in her will.
ρήμα “will”
απαρέμφατο will; αυτός wills; αόριστος willed; μετοχή αορ. willed; μετοχή ενεστ. willing
- κληροδοτώ
My father willed his vintage car to me.