·

footing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
foot (ρήμα)

ουσιαστικό “footing”

ενικός footing, πληθυντικός footings ή μη μετρήσιμο
  1. ισορροπία
    She slipped on the ice and lost her footing.
  2. πάτημα
    The hikers searched for secure footing on the steep trail.
  3. (στην κατασκευή) ένα δομικό στοιχείο που μεταφέρει το φορτίο ενός κτιρίου στο υποκείμενο έδαφος
    The construction crew poured concrete footings before building the walls.
  4. θεμέλιο
    The investment gave the company a strong financial footing.
  5. βάση (όροι συμφωνίας)
    The two organizations worked together on equal footing to achieve their goals.
  6. (στη λογιστική) το συνολικό άθροισμα μιας στήλης αριθμών
    The bookkeeper carefully recalculated the footings to ensure accuracy.