·

foot (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “foot”

ενικός foot, πληθυντικός feet
  1. πόδι
    He slipped and injured his foot while running.
  2. πόδι (μονάδα μήκους ίση με 12 ίντσες ή περίπου 30 εκατοστά)
    The ceiling is eight feet high.
  3. βάση
    They set up the tent at the foot of the mountain.
  4. βάση (στήριγμα)
    The new sofa has wooden feet.
  5. πόδι (του κρεβατιού)
    He placed his shoes at the foot of the bed.
  6. υποσέλιδο
    There are notes at the foot of each page.
  7. πόδας
    The poem is written in iambic pentameter, which has five feet per line.
  8. ποδαράκι (το μέρος μιας ραπτομηχανής που συγκρατεί το ύφασμα)
    Lower the presser foot before starting to sew.
  9. πεζοπορία
    We decided to go there on foot rather than drive.

ρήμα “foot”

απαρέμφατο foot; αυτός foots; αόριστος footed; μετοχή αορ. footed; μετοχή ενεστ. footing
  1. πληρώνω
    The company agreed to foot the bill for the dinner.