ουσιαστικό “foot”
ενικός foot, πληθυντικός feet
- πόδι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He slipped and injured his foot while running.
- πόδι (μονάδα μήκους ίση με 12 ίντσες ή περίπου 30 εκατοστά)
The ceiling is eight feet high.
- βάση
They set up the tent at the foot of the mountain.
- βάση (στήριγμα)
The new sofa has wooden feet.
- πόδι (του κρεβατιού)
He placed his shoes at the foot of the bed.
- υποσέλιδο
There are notes at the foot of each page.
- πόδας
The poem is written in iambic pentameter, which has five feet per line.
- ποδαράκι (το μέρος μιας ραπτομηχανής που συγκρατεί το ύφασμα)
Lower the presser foot before starting to sew.
- πεζοπορία
We decided to go there on foot rather than drive.
ρήμα “foot”
απαρέμφατο foot; αυτός foots; αόριστος footed; μετοχή αορ. footed; μετοχή ενεστ. footing
- πληρώνω
The company agreed to foot the bill for the dinner.