·

error (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “error”

ενικός error, πληθυντικός errors ή μη μετρήσιμο
  1. λάθος
    She made an error in her calculations, which caused the experiment to fail.
  2. σφάλμα
    She was in error when she claimed the meeting was at 3 PM instead of 2 PM.
  3. απόκλιση (μεταξύ μετρημένης και πραγματικής τιμής)
    The scientist noticed an error of 2 degrees between the recorded temperature and the actual temperature.
  4. σφάλμα (στην πληροφορική)
    The program crashed because of an unexpected error.