ουσιαστικό “error”
ενικός error, πληθυντικός errors ή μη μετρήσιμο
- λάθος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She made an error in her calculations, which caused the experiment to fail.
- σφάλμα
She was in error when she claimed the meeting was at 3 PM instead of 2 PM.
- απόκλιση (μεταξύ μετρημένης και πραγματικής τιμής)
The scientist noticed an error of 2 degrees between the recorded temperature and the actual temperature.
- σφάλμα (στην πληροφορική)
The program crashed because of an unexpected error.