ουσιαστικό “solitude”
ενικός solitude, μη μετρήσιμο
- μοναξιά
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After moving to the remote cabin, she found the solitude she had been seeking for years.
- ερημιά
She found peace in the solitude of the quiet mountain cabin.