·

brake (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “brake”

ενικός brake, πληθυντικός brakes ή μη μετρήσιμο
  1. φρένο
    Hearing a loud honk, he quickly hit the brakes to avoid hitting the dog that darted into the street.
  2. παράγοντας που επιβραδύνει ή σταματά μια δραστηριότητα
    His fear of failure was a brake on his ambition to start his own business.

ρήμα “brake”

απαρέμφατο brake; αυτός brakes; αόριστος braked; μετοχή αορ. braked; μετοχή ενεστ. braking
  1. φρενάρω
    Seeing the red light ahead, she quickly braked to avoid running through it.