ουσιαστικό “brake”
ενικός brake, πληθυντικός brakes ή μη μετρήσιμο
- φρένο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Hearing a loud honk, he quickly hit the brakes to avoid hitting the dog that darted into the street.
- παράγοντας που επιβραδύνει ή σταματά μια δραστηριότητα
His fear of failure was a brake on his ambition to start his own business.
ρήμα “brake”
απαρέμφατο brake; αυτός brakes; αόριστος braked; μετοχή αορ. braked; μετοχή ενεστ. braking
- φρενάρω
Seeing the red light ahead, she quickly braked to avoid running through it.