·

craft (EN)
ουσιαστικό, ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “craft”

ενικός craft, πληθυντικός crafts ή μη μετρήσιμο
  1. χειροτεχνία
    The potter's craft has been passed down through generations in his family.
  2. τέχνη
    Her craft in weaving intricate tapestries was renowned throughout the village.
  3. χειροτεχνήματα
    The holiday market was filled with various crafts, from knitted scarves to hand-painted ornaments.

ουσιαστικό “craft”

ενικός craft, πληθυντικός craft
  1. σκάφος (για το νερό), οχήματα (για τον αέρα ή το διάστημα, ανάλογα με το συγκείμενο)
    The fishermen took their craft out to sea at dawn, hoping for a bountiful catch.

ρήμα “craft”

απαρέμφατο craft; αυτός crafts; αόριστος crafted; μετοχή αορ. crafted; μετοχή ενεστ. crafting
  1. δημιουργώ
    She crafted a beautiful necklace from beads and wire.
  2. κατασκευάζω (στα βιντεοπαιχνίδια, με την έννοια της συνδυαστικής δημιουργίας)
    In the game, you need to craft a sword using iron ingots and a stick.