ουσιαστικό “craft”
ενικός craft, πληθυντικός crafts ή μη μετρήσιμο
- χειροτεχνία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The potter's craft has been passed down through generations in his family.
- τέχνη
Her craft in weaving intricate tapestries was renowned throughout the village.
- χειροτεχνήματα
The holiday market was filled with various crafts, from knitted scarves to hand-painted ornaments.
ουσιαστικό “craft”
ενικός craft, πληθυντικός craft
- σκάφος (για το νερό), οχήματα (για τον αέρα ή το διάστημα, ανάλογα με το συγκείμενο)
The fishermen took their craft out to sea at dawn, hoping for a bountiful catch.
ρήμα “craft”
απαρέμφατο craft; αυτός crafts; αόριστος crafted; μετοχή αορ. crafted; μετοχή ενεστ. crafting
- δημιουργώ
She crafted a beautiful necklace from beads and wire.
- κατασκευάζω (στα βιντεοπαιχνίδια, με την έννοια της συνδυαστικής δημιουργίας)
In the game, you need to craft a sword using iron ingots and a stick.